Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Κωνσταντίνα Τάκαλου, τολμά να μένει ακλόνητη

Τι χρώμα έχουν αυτά τα μάτια, αναρωτιέμαι. Την κοιτάζω, καθώς κάθεται απέναντί μου κι είναι απλή, καθημερινή, αμακιγιάριστη, πανέμορφη, τόσο όμορφη που δημιουργεί μιαν υπέροχη ψυχική ατμόσφαιρα γύρω της. Μάλλον είναι πράσινα, σκέπτομαι. Αλλά κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν έχω δει με τόσο ακραιφνώς πράσινα μάτια. Μια γυναίκα λεπτή, γερή, ευκίνητη.

Μιλάει με όλο της το είναι. H Κωνσταντίνα Τάκαλου γεννήθηκε στις παρυφές μιας βιομηχανικής πόλης. Από μικρή σχεδίαζε το ταξίδι, με τη δίψα νιόβγαλτου εξερευνητή. Ακολούθησε τους δικούς της δρόμους που την οδήγησαν στην αυτοσυνείδηση. Για να μπορεί να απελευθερώνει τώρα δύναμη, να ζει αλλιώς, μέσα από διαφορετική προσωπικότητα κάθε φορά, μέσα από μια δεύτερη μυστική ζωή που υπάρχει εντός της. Μια ηθοποιός σαν την Κωνσταντίνα Τάκαλου τολμά να είναι αυτή. Τολμά να κοιτά στα μάτια το στόχο της. Τολμά να έχει ακλόνητο σκοπό. Τολμά να είναι ανεξάρτητη και να διατηρεί την ελευθερία της σκέψης της, την πνευματική της εντιμότητα. Να είναι ορθή και να δουλεύει σε σοβαρές θεατρικές δουλειές. 

Σήμερα, στην εποχή της ρευστότητας, η αγωνία της είναι ώριμη, γεμάτη σοφία, καθώς συνδιαλέγεται με την αγωνία της έκφρασης μιας γενιάς που ανδρώθηκε στα τελευταία χρόνια του προηγούμενου αιώνα και στέκεται στα πόδια της στον 21ο με βάση της το καινούργιο αλλά και την παράδοση. Μια σύγχρονη ηθοποιός, μια λαμπρή δημιουργός θα προτιμούσα να πω, που παλεύει με τα αλλεπάλληλα θραύσματα, με τα ένδοξα συντρίμμια που υποδηλώνουν την άοκνη προσπάθεια για μια ακέραια κι αναζωογονητική πρόταση σ’ έναν κόσμο διασπασμένο.

 Την έχω παρακολουθήσει πολλές φορές στη σκηνή και κάθε φορά, εκτός από την εξαιρετική κίνηση που έβλεπα, ένιωθα ότι μπορώ να ακούσω ακόμα και τις παύσεις της, είναι τόσο καθάριος ο λόγος της, τόσο ολοστρόγγυλα βότσαλα οι λέξεις της. Μοιάζω να υπερβάλλω; Αν την έχετε δει στη σκηνή, αν πάλι είστε από τους συναδέλφους της Κωνσταντίνας που έχετε δουλέψει μαζί, αν είστε σκηνοθέτης κι συνεργαστήκατε μαζί της έστω μία φορά, θα έχετε ήδη καταλάβει τι εννοώ...   
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Τη φωτογράφιση πραγματοποίησε ο Δημήτρης Πιτσάκης. 


* Γεννήθηκα στο Ομορφοχώρι. Στα νιάτα του το χωριό μου υπήρξε όμορφο. Μετά είχε γεμίσει εργοστάσια. Είναι μόλις 7 χιλιόμετρα από τη Λάρισα, ωστόσο για εμάς τότε ήταν ταξίδι ολόκληρο επειδή δεν πηγαίναμε συχνά στην πόλη. Το αγαπώ το χωριό μου κι ας έχει γίνει όπως έχει γίνει. Όποτε θέλω να εκτονωθώ, πηγαίνω πάντα εκεί και την Καλαμάτα αγαπώ επίσης πολύ. Ο τόπος που μεγαλώνουμε μάς προσδιορίζει. Εμένα με έχει καθορίσει η Λάρισα κι ο κάμπος της. Αναρωτιέμαι σε ποια παράσταση θα το βγάλω αυτό και πότε.

Το σεντούκι
* Η καταγωγή μου είναι ένα σεντούκι ερμητικά κλειστό, γεμάτο με τις αναμνήσεις μου. Η θάλασσα είναι μόλις σαράντα χιλιόμετρα από το χωριό μου αλλά έχει την αίσθηση ο επισκέπτης ότι επειδή είναι κάμπος δεν υπάρχει καθόλου θάλασσα. Έχουμε πολύ μεγάλο μέρος της θάλασσας και παραλίες από τον Πλαταμώνα μέχρι το Βόλο. Όλη αυτή η ομορφιά διαμόρφωσε αυτό που είμαι σήμερα.

Ο κάμπος μας
* Όταν είναι καλοκαίρι και συναντιόμαστε, η μυρωδιά του απογευματινού αέρα από τα σπαρτά, από τις καλαμιές τις κομμένες, από τα βαμβάκια, από τα ποτίσματα, από τα παιχνίδια μέσα στα ποτάμια, που ποτίζονται τα χωράφια, που ποτίζεται ο κάμπος μας, είναι κυρίαρχη παντού.

Το Θεσσαλικό Θέατρο
* Επέστρεψα στη Λάρισα για δύο χρόνια, βέβαια σε κάπως αντίξοες συνθήκες, λίγο πριν χάσω τον πατέρα μου. Έφυγα απ’ το «Αγάπης Αγώνας Άγονος», που σκηνοθετούσε ο Στάθης Λιβαθινός, και για ενάμιση χρόνο έπαιξα στο Θεσσαλικό. Ήταν μεγάλη χαρά για μένα που δούλεψα σ’ αυτό το θέατρο. Ήταν λίγο περίεργο βέβαια γιατί πήγα κάτω από μια συνθήκη λίγο άσχημη, δουλεύοντας, αλλά έκανα και πολύ ωραία πράγματα και την αγαπώ την πόλη. Από τότε έχει προχωρήσει πολύ, στα ξαφνικά δημιουργήθηκαν θεατράκια, ομάδες και έχει γίνει συναρπαστική.

Το εργοστάσιο ζάχαρης
* Σήμερα τα εκατοντάδες εργοστάσια του χωριού μου έχουν κλείσει. Λυπηρό. Το εργοστάσιο ζάχαρης για μας υπήρξε μια μαγική εικόνα. Στο μυαλό μας ήταν συνδυασμένο με το εξωτερικό. Ένα τεράστιο εργοστάσιο με χιλιάδες φωτάκια, με χιλιάδες εργαζόμενους, με λεωφορείο που πήγαινε τους εργαζόμενους, μια μαγεία, οπότε όταν εμένα μου έλεγαν εξωτερικό, Γερμανία, μετανάστες, στο μυαλό μου ήταν η Γερμανία συνδυασμένη με το εργοστάσιο της ζάχαρης και με το εργοστάσιο με τους λουκουμάδες. Δύο μεγάλα εργοστάσια που έχουν κλείσει και τα δύο κι έχουν ρημάξει δυστυχώς.

Σκαρφάλωμα
* Έχω μια ζωντανή ανάμνηση. Θυμάμαι ότι μικρή σκαρφάλωνα συνεχώς στις ανθισμένες αμυγδαλιές του χωριού μου και έτρεχα με τις ώρες μέσα στον κάμπο.

Αθλήτρια στίβου
* Πήγα, λοιπόν, Γυμνάσιο και Λύκειο στο χωριό και έκανα φροντιστήριο στη Λάρισα. Ήμουν και αθλήτρια στίβου. Έκανα τετρακόσια κι οκτακόσια στο στίβο, και υπήρξα καλή αθλήτρια. Έπαιρνα και μετάλλια. Μετά ήθελα να το διώξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου κι άρχισα να κάνω μπαλέτο. Αλλά δεν μου πήγαινε και πάρα πολύ. Ο στίβος μου ταίριαζε περισσότερο. Έτσι έχω μεγαλώσει. Σ’ αυτό τον κάμπο ήμασταν τρεις αδερφές με γονείς αγρότες. Κάποια στιγμή άρχισα να ονειρεύομαι. Σαν να ήξερα από πολύ μικρή με τι θέλω να ασχοληθώ. Δεν είχε πάρει τη συγκεκριμένη μορφή του θεάτρου αλλά ήταν ένας κόσμος που έφτιαχνα πολύ στο μυαλό μου, ένας τεράστιος κόσμος.

Η κατασκήνωση
* Δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι μας και δεν είχα δει ούτε θεατρική παράσταση. Το αστείο είναι ότι όλο αυτό οργανώθηκε στην κατασκήνωση. Όταν άρχισα να πηγαίνω κατασκήνωση, την πρώτη χρονιά και τη δεύτερη, δεν συμμετείχα πουθενά, στα σκετς, τους διαγωνισμούς χορού, τις διαφορές δραστηριότητες που κάναμε. Την τρίτη χρονιά όμως οργανώθηκα, είχα μάθει πια τι ακριβώς κάνουν στις κατασκηνώσεις και μου άρεσε ήδη. Πήγαινα για πάρα πολλά χρόνια κατασκήνωση, ο λόγος ήταν για να έχω ρεπερτόριο. Δηλαδή αυτά που είχα μάθει τα δύο προηγούμενα χρόνια παρατηρώντας να αρχίσω να τα εφαρμόζω πια. Υπήρχαν ομαδάρχισσες, που άλλες ασχολούνταν με το θέατρο, ήταν καθηγήτριες, είχαν ομάδες στη Νομική Σχολή Αθηνών, στο Πάντειο, και οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις. Κάπως έτσι άρχισε το θέατρο να παίρνει μία πιο συγκεκριμένη μορφή μέσα μου. Όταν μπήκα στο γυμνάσιο, άρχισαν να μη με παίρνουν στην κατασκήνωση, είχα μεγαλώσει και με δέχονταν μόνο ως ομαδάρχισσα πλέον. Τότε ήταν που αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο πιο συστηματικά.

Το θέατρο «Γαλαξίας»

* Έψαχνα για μια ομάδα στη Λάρισα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Πήγα στον πολιτιστικό οργανισμό του Δήμου Λάρισας. Τότε ξεκινούσε το Θεσσαλικό Θέατρο. Για καλή μου τύχη, στο γραφείο που μπήκα, μάλιστα ντρεπόμουν να μπω, ήμουν μαζί με την αδερφή μου, βρήκαμε έναν άνθρωπο εκεί να ρωτήσουμε. Η αδερφή μου μίλησε για μένα, και εκείνος βέβαια τη ρώτησε «πού είναι η αδερφή σου που θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο;». Εμφανίστηκα από μια γωνία, με βλέπει και μου λέει: «Την Τρίτη που μας έρχεται, θα έρθεις στο θέατρο "Γαλαξίας" που φτιάχνεται τώρα». Ήταν το θέατρο που στέγασε το Θεσσαλικό Θέατρο, γιατί στην αρχή το θέατρο παρουσίαζε τις παραστάσεις του στο Ωδείο της Λάρισας, και μετά έκανε ένα δικό του θέατρο, τον «Γαλαξία», τον πήρε και τον έφτιαξε κι εκεί ανέβασε εξαιρετικές παραστάσεις. Για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, είκοσι σχεδόν, έπαιζε το Θεσσαλικό στο «Γαλαξία».

Ο Κώστας Τσιάνος
* Αυτός ο άνθρωπος που μας είχε μιλήσει ήταν ο Κώστας Τσιάνος. Ανέβαζε την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη και έκανε ένα εργαστήρι, ερασιτεχνικό ας πούμε, ένα εργαστήρι θεάτρου. Εκεί ανέβασε Αριστοφάνη και πήρε κι εμένα να λέω μίαν ατάκα. Αλλά στους θιάσους αυτούς φεύγουν οι ηθοποιοί, άλλοι είναι εργαζόμενοι και κάποιος δεν μπορεί να πάει, κι έτσι σιγά σιγά ο Κώστας μου έδινε κι άλλους ρόλους, την κόρη του Τρυγαίου και διάφορα ακόμα…

Προαγωγή
* Έπαιρνα... προαγωγή. Ο πρώτος μου δάσκαλος λοιπόν ήταν ο Κώστας Τσιάνος. Αυτή η ομάδα ανέβαζε κάθε χρόνο κάποιο έργο. Με την «Ειρήνη» αρχίσαμε να παίζουμε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε φεστιβάλ, στο Ηράκλειο, στην Ιθάκη.

Η αδελφή ως συνοδός
Ως μαθήτρια που ήμουν ακόμη, έπαιρνα και την αδερφή μου μαζί γιατί δεν με άφηνε η μαμά μου να πάω μόνη. Με ακολουθούσε ως συνοδός μιας κι ήταν μεγαλύτερη. Έτσι προέκυψε το θέατρο στη ζωή μου.

Η πρώτη παράσταση που είδα
* Μετά είδα την πρώτη παράσταση της ζωής μου. Γιατί δεν είχα παρακολουθήσει θέατρο ως τότε, πρώτα έπαιξα και μετά είδα. Είδα τον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Μπρεχτ, το ανέβασε ο Κώστας Τσιάνος την ίδια χρονιά στο θέατρο «Γαλαξίας» σε σκηνικά - κοστούμια του Γιώργου Ζιάκα. Ήμουν στη Γ’ Γυμνασίου όταν έγινε αυτό. Τελείωσα το λύκειο παίζοντας σε κάποιες παραστάσεις της ομάδας, άλλες σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου, άλλες σε σκηνοθεσία Άννας Χατζησοφιά, άλλες του Γιάννη Καραχισαρίδη.

Στα ΤΕΙ
* Μετά πέρασα στα ΤΕΙ στη Θεσσαλονίκη σε ένα τμήμα τεχνολογίας τροφίμων και διατροφής. Πολύ ενδιαφέρον γενικώς, καθόλου ενδιαφέρον για μένα όμως. Οι γονείς μου επέμεναν και πήγα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασα στα ΤΕΙ τέσσερα χρόνια και, μόλις τελείωσα, αποφάσισα πως δεν μου πάει φυσικά, και θα έπρεπε να ασχοληθώ με το θέατρο.

Η Αθήνα
* Το ‘94 φτάνω στην Αθήνα για να σπουδάσω θέατρο. Πηγαίνω απευθείας στον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Δεν είχα προλάβει να φτιάξω τα χαρτιά μου για να δώσω εξετάσεις στο υπουργείο, οπότε μπήκα σε ένα εργαστήρι. Πραγματικά μεγάλος δάσκαλος ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και οι άλλοι δάσκαλοι που είχε στο εργαστήριό του τότε. Ο Κώστας Καζάκος, ο Τάκης Χρυσικάκος, ο Γιάννης Μόρτζος. Σπουδαίοι δάσκαλοι. Ύστερα έδωσα εξετάσεις και στο υπουργείο, πέρασα και μπήκα στο Ωδείο Αθηνών το ‘95.

Βιοπορισμός
* Το Ωδείο είναι από τις πιο παλιές σχολές. Είχα πει στον εαυτό μου ότι, αφού τελειώσω τη σχολή και δεν δουλέψω για τρία χρόνια, να αμείβομαι από το θέατρο, να μπορώ να βιοποριστώ από το επάγγελμα αυτό, θα τα παρατήσω. Αν και δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από το θέατρο, γιατί από το 1984-‘85 εμφανίζομαι, έστω κι ερασιτεχνικά. Όλα πήγαιναν καλά, έως πριν από δύο χρόνια βέβαια, που τα πράγματα άλλαξαν άρδην και στη δουλειά μας.

«Ellis Island»
* Ο Πέτρος Σεβαστίκογλου με είχε δει στις εξετάσεις της σχολής. Έτσι προέκυψε και η πρώτη μου δουλειά μόλις τελείωσα τη σχολή. Βέβαια όσο ήμουν στη σχολή, επειδή είχαμε τον Ντίνο Δημόπουλο δάσκαλο και ήξερε κάποιους κινηματογραφιστές, είχα κάνει μία ταινία με τον Νίκο Κούνδουρο, τους «Φωτογράφους». Δηλαδή έκανα κάποιες δουλειές τα καλοκαίρια, που δεν ήμουν στη σχολή. Δούλευα σαν ηθοποιός, ενώ δεν είχα τελειώσει τη σχολή. Κάποιες ταινίες, κάποιες μικρού μήκους. Ο Πέτρος ήρθε στις εξετάσεις της σχολής μας, με είδε και με πήρε στο έργο που έκανε τότε στην Πειραματική Σκηνή, το «Ellis Island». Ήταν μια εξαιρετική δουλειά και μια εξαιρετική συγκυρία για να ξεκινήσει κανείς τη δουλειά του, γιατί κάναμε κι ένα workshop πάνω σ’ αυτό. Δεν υπήρχαν κείμενα αλλά προέκυψαν πάρα πολλές μαρτυρίες από ένα τεράστιο βιβλίο.

Οι πρόβες
* Το έργο το είχε συστήσει η Ελένη Βαροπούλου στον Σεβαστίκογλου, αλλά ψάχνοντας ανακαλύψαμε κι εμείς διάφορες άλλες ιστορίες Ελλήνων μεταναστών, που πέρασαν απ’ το Ellis Island, ή έφυγαν μετανάστες και φτιάξαμε τις ιστορίες κάπως μόνοι μας. Βρήκαμε αυτές που μας έκαναν, άλλες τις δέσαμε μεταξύ τους και πραγματοποιήθηκε μια υπέροχη δουλειά ύστερα από πολυάριθμες πρόβες. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν οι πρόβες παίζουν ρόλο… Βεβαίως, τα πράγματα σίγουρα πρέπει να ‘ναι φρέσκα όταν ανεβαίνουν και να μην περνάει καιρός…

 Διαπιστώνω όμως ότι όσο πιο πολύ δουλεύεις στις δοκιμές, τόσο το αποτέλεσμα σε ανταμείβει μετά. Δηλαδή θέλουν χρόνο τα πράγματα για να γίνουν. Γιατί αλλιώς είναι και τυχαίο. Το τυχαίο μπορεί να είναι σε κάτι που να είναι device, αλλά σε μια παράσταση με δομή δεν πρέπει να υπάρχει τυχαίο. Πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τι θα σου βγει, τη στιγμή που έχεις έναν αληθινό συμπαίκτη απέναντί σου, οπότε από το συνάδελφό σου και συμπαίκτη σου παίρνεις αυτό που σου δίνει εκείνη τη στιγμή. Έχεις κάνει πρόβες αλλά προκύπτουν γεγονότα, ανάσες, βλέμματα, άρα εκείνη τη στιγμή τα αντιμετωπίζεις, παίζεις για τη στιγμή. Αλλά το πώς έχεις οργανώσει το ρόλο σου, το τι είναι το έργο, το τι είσαι εσύ μέσα στο έργο, αυτό θέλει χρόνο, δεν γίνεται γρήγορα.
Η πεμπτουσία
* Οι ποιητές καταστρέφουν πάρα πολλά ποιήματά τους για να καταλήξουν σ’ αυτό που πρέπει, στην πεμπτουσία του ποιήματος. Είναι μία λέξη που καθορίζει έναν ολόκληρο κόσμο...

Οι δάσκαλοί μου
* Κατόπιν έκανα μία οντισιόν κι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος, ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο σπουδαίος δάσκαλος, με πήρε στο θέατρό του. Για μένα, υπήρξαν άνθρωποι όπως ο δάσκαλός μου Πέτρος Σεβαστίκογλου, όπως ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, που επίσης ήταν σπουδαίος δάσκαλος, τον είχα δύο χρόνια κι ό,τι μου έχει πει το θυμάμαι πολύ καλά, αλλά κι άλλοι δάσκαλοι… Αυτό που ονομάζουμε και σκηνοθέτης και δάσκαλος μαζί το βρήκα στον Θόδωρο, στον κύριο Τερζόπουλο, ο οποίος με τεράστια γενναιοδωρία ό,τι υλικό είχε και ό,τι γνώριζε μου το προσέφερε. 

Το ίδιο και ο συνάδελφός μου, ο Τάσος Δήμας, που στην πρώτη μου δουλειά στο θέατρο «Άττις» ήμασταν μαζί. Δηλαδή άνθρωποι και καλλιτέχνες με τεράστια απλοχεριά και γενναιοδωρία. Και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Πέρασα πολύ ωραία χρόνια στο «Άττις», τα οποία με ακολουθούν. Με προσδιόρισαν ως ηθοποιό. Στις επιλογές μου, στο πώς βλέπω τα πράγματα. Με άλλαξαν, μου έκαναν λίγο πιο… λοξή τη ματιά μου.
Το «Άττις»
* Ο Τάσος Δήμας ό,τι ήξερε μου το μετέδωσε, όσο καιρό ήμουν στο «Άττις». Προσπάθησε χωρίς να κρατήσει κανένα μυστικό να μου πει τι πρέπει να κάνω. Και διόρθωσα πολύ τον άξονά μου ως άνθρωπος, δηλαδή ένα σκόρπιο υλικό μού το έκαναν στέρεο. Κατάλαβα τι πρέπει να με ενδιαφέρει από το υλικό που έχω και σαν ηθοποιός και σαν άνθρωπος.

Η ματιά μου
* Είναι κάποια πράγματα ίδια με ψηφίδες που σε ακολουθούν. Δεν με άλλαξαν μόνο στο πώς καθορίζω εγώ τον εαυτό μου στο θέατρο, τη ματιά μου την καλλιτεχνική, να δομώ τα πράγματα, να τα αποδομώ, να τους αλλάζω μορφή. Με άλλαξαν πολύ και στο πώς είμαι εγώ ως άνθρωπος. Αυτοπροσδιορίστηκα ξανά.

Σε γεμάτα θέατρα
* Θυμάμαι τα ταξίδια που κάναμε με το θέατρο «Άττις». Ινδία, Ιαπωνία. Πήγαμε στον Tadashi Suzuki και στο Grand City παίξαμε το «Στεφάνι». Πέρασα εξαιρετικά. Φανταστείτε ότι με το «Στεφάνι» όταν πήγαμε εκεί να παίξουμε, έπαθα σοκ. Το Grand City ήταν ένα θέατρο σαν το Μέγαρο Μουσικής, το οποίο ήταν γεμάτο, δεν έπεφτε καρφίτσα επί τέσσερις μέρες. Φανταστείτε για μένα πώς ήταν αυτό, το 2001, να μπω σε ένα θέατρο τεράστιο, με ένα έργο τριών προσώπων, του Γιάννη Κοντραφούρη, του σημαντικού αυτού δημιουργού, το «Στεφάνι», και να μην πέφτει καρφίτσα. Ήταν πολιτισμικό σοκ. Έχει κοινό ο Θόδωρος Τερζόπουλος εκεί. Παντού όπου παίξαμε, και στο Βερολίνο όταν παίξαμε και στη Μόσχα, ήταν γεμάτα τα θέατρα. Μετά το «Άττις», επιστρέφω στο Εθνικό Θέατρο, στην ομάδα του Στάθη Λιβαθινού και πάλι.

«Άννα Φρανκ»
* Κατόπιν πηγαίνω στη Λάρισα, που τότε ήταν διευθυντής ο Γιώργος Ζιάκας, και κάναμε την «Άννα Φρανκ», ερμήνευα την Άννα Φρανκ εγώ, στο «Γλάρο» του Τσέχοφ ύστερα υποδύθηκα την Ολεάνα. Έπαιξα και στο «Παραμύθι χωρίς Όνομα».

Ερμηνείες
* Με σκηνοθέτη τον Τάσο Μπαντή συμμετείχα στις «Τρεις Υψηλές Γυναίκες». Έπαιζα στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, παίζαμε μόνο Σαββατοκύριακα, ήταν ο Γιάννης Κακλέας τότε διευθυντής, στο «Με Δύναμη απ’ την Κηφισιά» έκανα τη Μάρω, κι όταν έπαιζα τις «Τρεις Υψηλές Γυναίκες» στη Θεσσαλονίκη, έμεινα έγκυος στο γιo μου, το 2003 προς 2004 και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Το 2004 γέννησα το γιo μου και για δύο χρόνια δεν δούλεψα. Ξαναγύρισα το 2006, όταν ο γιος μου ήταν δύο χρονών πια, στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Τένεσι Ουίλιαμς με τον Γιώργο Καραμίχο.
 Η Esther Andre Gonzales ήταν η σκηνοθέτις. Μόλις είχε έρθει τότε στην Ελλάδα. Είχαμε γνωριστεί σ’ αυτή την ωραία δουλειά και κάναμε, την επόμενη χρονιά, τη «Φρίντα». Στο «Ρεξ», με πρωταγωνίστρια την Αντιγόνη Βαλάκου, έπαιξα στο «Μάνα Κουράγιο». Εκεί υποδύθηκα τη βουβή Κάτριν με σκηνοθέτη κι αυτή τη φορά τον Κώστα Τσιάνο.

Οικογένεια καλλιτεχνική
* Aγαπώ να δουλεύω με ανθρώπους που έχω ξαναδουλέψει. Γιατί δίνεις κάθε φορά αυτό το λίγο παραπάνω. Πάντα μου άρεσαν και οι ομάδες. Με ενδιέφερε να έχω ένα χώρο που να με προσδιορίζει, να έχω οικογένεια καλλιτεχνική.

Η «Φρίντα»
* Ξέρετε κάτι; Με τη «Φρίντα», για το ρόλο της Φρίντας δηλαδή, δεν δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Είχα κάνει στο μυαλό μου αρκετή δουλειά, ένα χρόνο πριν, επειδή γνώριζα ότι θα την υποδυθώ. Είχα ψάξει τη ζωή της, παρατηρούσα με τις ώρες τα έργα της. Διάβαζα τι έχουν πει άλλοι για εκείνη και για τον άντρα της, τον Ντιέγκο Ριβέρα. Όταν ξεκίνησαν οι πρόβες, είχα βέβαια την τεράστια βοήθεια που μου έδωσε η Esther, που είναι Μεξικάνα και πλατιά καλλιεργημένος άνθρωπος.
Την απεριόριστη συμπαράστασή της. Το Μεξικό είναι μια χώρα με τεράστιο πολιτισμό. Είχα βρει, λοιπόν, αρκετά γρήγορα το πρόσωπο της Φρίντα. Ήταν βέβαια μια δύσκολη παράσταση, κουραζόμουν. Με ευχαριστούσε όμως που όσοι θεατές έβλεπαν την παράσταση έλεγαν ότι της μοιάζω. Είναι μία δουλειά που αγάπησα πολύ.

Όταν η παράσταση αρέσει
* Συνεργαστήκαμε σε αρκετά πράγματα έκτοτε με την Esther Andre Gonzales. Μετά τη «Φρίντα», κάναμε δύο αναλόγια στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στο «Bios» άλλα δύο έργα και πέρυσι, δηλαδή το 2010-11, το «Τελευταίο Τάνγκο». Αυτό σε κάποιους άρεσε, σε κάποιους όχι. Αλλά το κοινό, κι αυτό είναι το περίεργο, όταν του αρέσει μια παράσταση δεν αντιστέκεται με τίποτα. Ήμασταν γεμάτοι σε μία δύσκολη χρονιά, όπως ήταν η περσινή, και το έργο πήγε πάρα πολύ δυνατά.

Το υστέρημα του θεατή
* Παλαιότερα, επειδή στην Αθήνα όταν παίζεις πάντα υπάρχει κάποιος κάτω ένας συνάδελφος, ένας δημοσιογράφος, ένας κριτικός, ήμουν κάπως κουμπωμένη όταν ήξερα ότι κάποιος είναι κάτω. Όταν πήγα στο Θεσσαλικό, ήταν ένα απλό κοινό, της Λάρισας, δεν υπήρχε κανείς κριτικός, κανένας συνάδελφος και παίξαμε την «Άννα Φρανκ» που γέμιζε και ήταν sold out το θέατρο. Πήγαμε δύο χρονιές την παράσταση. Τότε κατάλαβα ότι δεν πρέπει κανείς να σκέφτεται ποιος είναι ανάμεσα στο κοινό, αλλά τι δουλειά έχει κάνει πριν για το ρόλο. Και τι είναι αυτό που θέλει να μεταδώσει στο κοινό. Δεν λέω ότι αυτό φτάνει για να γεμίσει ένα θέατρο αλλά όταν γεμίζει ένα θέατρο πρέπει να χαίρεσαι που το κοινό πληρώνει 20 ή 15 ευρώ από το υστέρημά του, για να έρθει να σε δει. Μακάρι ο ηθοποιός να του αρέσει και να ανταμείβεται γι’ αυτό που δίνει. Γιατί αυτός είναι και ο στόχος της μετατόπισης του καλλιτέχνη. Κάτι να μετακινηθεί, όπως κι αυτός μετακινείται. Είναι προσωπική υπόθεση ούτως ή άλλως. Eρήμην του ηθοποιού λειτουργούν κάποια πράγματα και ερήμην του πάλι φτάνουν στο κοινό.

Η επιτυχία
* Στις πρόβες δεν δουλεύεις με σκοπό να έχεις επιτυχία, δεν σε αφορά αυτό. Σε αφορά μια διαδρομή προσωπική κι από άποψη συνεργατών να φτάσουν τα νοήματα κάτω χωρίς να σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα έρχεται μετά, λίγο πριν τελειώσουν οι δοκιμές κι αρχίζει αυτή η σύνθεση της δουλειάς που έχεις κάνει πριν για να περάσει στο κοινό, να σχηματιστεί.

Η αθωότητα
* Στο Φεστιβάλ Αθηνών, με την Άννα Κοκκίνου, κάναμε τα διηγήματα του Δημήτρη Χατζή, το τελευταίο του βιβλίο. Είχε τίτλο «Οι ιστορίες του Δημήτρη Χατζή». Μου άρεσε ο τρόπος που δούλευε η Άννα, την οποία γνώριζα ήδη από το Θεσσαλικό Θέατρο. Τη θαύμαζα ως ηθοποιό όταν ήμουν παιδί και η Άννα έπαιζε αρκετά έργα στο Θεσσαλικό. Κι εκεί ανακάλυψα κάτι πολύ ωραίο που χαρακτηρίζει την Άννα Κοκκίνου, είναι η αθωότητα του παιδιού. Μια αθωότητα του πώς βρίσκει μέσα της λέξεις. Βρήκα ένα υλικό που δεν το είχα ξανακούσει και δει κι ήταν μια ευτυχής συγκυρία.

Οι φίλοι
* Στην πορεία με τον Θοδωρή Γκόνη την επόμενη χρονιά, κάναμε το «Οψόμεθα εις Φιλίππους». Εκεί ξαναβρήκα έναν παλιό μου φίλο, τον Παντελή Δεντάκη, ακόμα την Κατερίνα Λυπηρίδου, άλλη μια πολύ καλή φίλη μου και τον Θάνο Τοκάκη. Δουλέψαμε τότε σε μια υπέροχη δουλειά. Ο Θοδωρής Γκόνης είναι σπουδαίος άνθρωπος, δεν θα πω απλώς του θεάτρου, γιατί είναι λόγιος. Μια εξαιρετική περίπτωση, είναι σαν κάτι σοφούς που συναντάς στα καφενεία της υπαίθρου… Που ξέρουν πολλά. Από μαγειρική, από τέχνη... Βρέθηκα να συνεργάζομαι μαζί του και πάντα είναι ευχάριστες αυτές οι συνεργασίες.

Και οι συνάδελφοι
* Από τότε είχαμε πει με τον Παντελή Δεντάκη και με τον Θάνο Τοκάκη ότι, αν προκύψει κάτι, γιατί τους ενδιέφερε πάντα η σκηνοθεσία, να δουλέψουμε. Κι προέκυψε «Ο Αδάμ και η Εύα» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και η «Χάνελε» φέτος. Φέτος έπαιξα και στην «Ανοιξιάτικη Θύελλα» του Τενεσί Ουίλιαμς στην «Τεχνόπολι», στο Γκάζι. Τον Ένκε Φεζολλάρι τον ήξερα γιατί είχε δει τη «Φρίντα» τέσσερις - πέντε φορές. Του άρεσε η παράσταση. Τον γνώρισα τότε σαν συνάδελφο που ερχόταν ενθουσιασμένος και με παρακολουθούσε στη σκηνή. Πάντα μου έλεγε ότι θα ήθελε να δουλέψουμε μαζί. Βρεθήκαμε στην «Ανοιξιάτικη Θύελλα» φέτος το χειμώνα στην «Τεχνόπολι». Τότε ο Ένκε σκηνοθετούσε την «Παρέλαση» κι αποφασίσαμε ότι την επόμενη παράσταση θέλουμε να την κάνουμε μαζί. Έτσι προέκυψε η «Αγγέλα». Αυτό το σπουδαίο έργο. Τόσο σημαντικός λόγος. Αυτό για μένα περικλείει πολλά και σημαίνοντα. Τον Πέτρο Σεβαστίκογλου που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που δούλεψα, την Άλκη Ζέη που λατρεύω.

Με τη γνώση
* Το έργο αυτό περικλείει τα θραύσματα ενός ενστίκτου που βγαίνει μετά τη σχολή και δεν ξέρεις ακριβώς πώς να δομήσεις έναν ρόλο, πώς τον ξεκινάς, πώς τον πιάνεις. Δεν το μαθαίνεις αυτό στη σχολή, στις σχολές δεν τα μαθαίνεις αυτά, απλώς μαθαίνεις τη δουλειά. Γι’ αυτό και είμαστε τυχεροί που πέφτουμε σε καλούς σκηνοθέτες. Μόνον έτσι προχωράς. Προχωράς και μόνος σου με τη γνώση. Αν είσαι άνθρωπος που δεν μαθαίνει, που δεν διαβάζει ποίηση, που δεν διαβάζει λογοτεχνία, δεν μπορείς να προχωρήσεις.

Μια αυλή στο Μεταξουργείο
* Όταν πήγαμε το χειμώνα να δούμε αυτή την αυλή, στο Μεταξουργείο, με τον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο, που μας έκανε την παραγωγή, αν και είχαμε βρει και κάποιες άλλες αυλές, είπαμε «εδώ». Όταν είδαμε τους οίκους ανοχής τριγύρω κι όλη την περιοχή σ’ αυτήν την έκπτωση κι αυτά τα σπίτια από πάνω τα αστικά που είναι πλέον σ’ αυτή την εγκατάλειψη, αποφασίσαμε ότι αυτός ο χώρος ήταν το κατάλληλο σκηνικό μας. Η αυλή «Kunsthalle Athena».

Γόνιμη χρονιά
* Θεωρώ μια πολύ γόνιμη χρονιά τη φετινή για μένα. Με τον Θάνο Τοκάκη, με τον Ένκε Φεζολλάρι μετά. Μαζί με τον Παντελή Δεντάκη είναι τρεις άνθρωποι με τους οποίους χαίρομαι να συνεργάζομαι.

Τα όνειρα
* Ποτέ δεν σταματάει κανείς να ονειρεύεται, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ονειρεύομαι καλές συνεργασίες. Αυτό με ενδιαφέρει πρωτίστως. Δεν ξέρω τα εμπόδια ποια μπορεί να είναι. Νομίζω κανείς δεν ξέρει ακριβώς τα εμπόδια που θα βρεθούν μπροστά του. Δεν πρέπει κανείς να προκαθορίζει τα πράγματα, γιατί ο χρόνος έρχεται και στ’ ανατρέπει, η στιγμή έρχεται και στ’ ανατρέπει, οπότε δεν φτιάχνω τίποτα με το μυαλό μου. Αυτό που σκέφτομαι είναι, μακάρι να συνεργαστώ με κάποιους ανθρώπους που έχω θαυμάσει τις δουλειές τους και νιώθω ότι με προχωράνε σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο…

Οι ρόλοι
* Στη σχολή μάς έλεγαν, και ο Διαμαντόπουλος και ο Δημόπουλος, παίξτε ρόλους εδώ γιατί αργότερα μπορεί να μην παίξετε τίποτα από αυτά. Κι είχαν πολύ δίκιο. Μπορούν κάποιοι να ονειρεύονται ρόλους κι έχει απόλυτο δικαίωμα ο καθένας στο όνειρό του. Εγώ ονειρεύομαι συνεργασίες. Πόσο θα ήθελα να βρεθώ με κάποιους ανθρώπους.

Το θέατρο ένα ψέμα
* Ξέρετε κάτι; Η ηθοποιία είναι λίγο σαν μαγειρική στην οποία ακριβώς δεν ξέρεις τη συνταγή από την αρχή. Ξέρεις τα υλικά, τα βάζεις… Στην πορεία μαθαίνεις τα μυστικά. Το θέατρο ένα ψέμα είναι. Ένα παίξιμο στα ψέματα.

Η διαδικασία
* Κάποτε ο θεατής έβαζε τα καλά του για να πάει στο θέατρο κι εμείς είμαστε εκεί από νωρίς, συγκεντρώναμε τη σκέψη μας, βαφόμαστε. Συνήθως δεν βαφόμαστε πια, αλλά υπάρχει μια προεργασία πάντα, να κάνουμε ζέσταμα, να κάνουμε προετοιμασία στη φωνή, το σώμα, για να ξεκινήσουμε αυτό το ταξίδι. Πώς προετοιμάζει το σπίτι του κάποιος, που το βάφει για το γάμο του παιδιού του και το συγυρίζει και το τακτοποιεί; Αυτή είναι η διαδικασία και μου αρέσει.

Το εισιτήριο
* Φανταστείτε ότι σε τόσο δύσκολους καιρούς, που δεν πληρωνόμαστε από τα θέατρα, παίρνουμε ελάχιστα χρήματα,  δεν μπορούμε να ζήσουμε από το θέατρο, εμείς προσπαθούμε να αδράξουμε από το κείμενο ό,τι μας αφορά και το κοινό κάνει το ίδιο. Δηλαδή σ’ αυτούς τους καιρούς το γεγονός ότι και η «Χάνελε» και η «Αγγέλα» έβγαιναν με 12 ευρώ το εισιτήριο και με πληρότητα είναι σημαντικό. Δώδεκα ευρώ είναι πολλά λεφτά σήμερα για μια οικογένεια που έχει να δώσει τόσα πολλά μόνο για τα καθημερινά της έξοδα. Κι εμένα με συγκινεί αυτό. Το ότι σ’ αυτή την περιοχή στο Μεταξουργείο έρχονταν κάτι κυρίες καλοντυμένες, με το ταξί τους, για να δούνε την παράσταση. Ή άτομα που δεν τους περισσεύουν, για να δουν κάτι. Γιατί έρχονταν και πολλά νέα παιδιά.

Οι προθέσεις
* Όλοι με μία πρόθεση καλοπροαίρετη ξεκινούν πάντα. Βέβαια μπορεί να μην πετυχαίνει πάντα. Το θέατρο είναι ένας χώρος αρκετά μεγάλος κι αρκετά ευρύς, είναι μία ολόκληρη κοινωνία, όπως συναντάς κάποιον που έχει κάτι να σου πει και κάποιον άλλο που έχει να σου πει πολλά και κάποιον αδιάφορο. Σ’ αυτά τα δύσκολα πραγματικά χρόνια και με τόσες πολλές δουλειές να γίνονται!.. Θεέ μου πόση δύναμη έχουν τα παιδιά;

Το ελληνικό θέατρο σήμερα
* Κάποτε όταν πηγαίναμε με το «Άττις» και βλέπαμε στο Βερολίνο παραστάσεις, γιατί παίζαμε και βλέπαμε και  παραστάσεις, έλεγα: «Τι σπουδαία πράγματα είναι αυτά;». Τώρα τα βλέπω επιτέλους και στην Ελλάδα. Όμως αναρωτιέμαι ποιο είναι το ελληνικό θέατρο σήμερα. Σαν να έχασε όχι την ταυτότητά του, τη γνησιότητά του. Υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί βέβαια, όπως ο Βογιατζής, ο Παπαβασιλείου κι άλλοι… Ας μιλήσω για τον Βογιατζή. Παίρνει κάτι και το προχωράει, μέσα από τη δική του ματιά, τη ματιά ενός Έλληνα καλλιτέχνη. Τώρα βλέπω στοιχεία σε μερικές παραστάσεις που τα έχω δει πριν από πολλά χρόνια έξω και λίγο με θυμώνει αυτό.

Μητέρα και σύζυγος
* Η καθημερινότητά μου είναι η καθημερινότητα μιας μητέρας και συζύγου. Έχω ένα παιδί οκτώ χρονών, πηγαίνει Γ’ Δημοτικού. Ναι, βλέπει τις παραστάσεις στις οποίες παίζω ο γιος μου. Είναι όμως ένας πολύ «δίκαιος Αριστείδης», ο Δημήτρης. Του αρέσουν πάντα όλοι οι συνάδελφοι που παίζουν, ποτέ δεν λέει κάτι ξεχωριστό για μένα. Χαίρεται πολύ που με βλέπει να παίζω. Άλλες φορές πάλι γκρινιάζει που τα Σαββατοκύριακα παίζω και δεν μπορούμε να πάμε με τους φίλους του. Αλλά γενικά του αφιερώνω πολύ χρόνο. Προσπαθώ τουλάχιστον. Θέλω να τον φροντίζω και μάλιστα πολύ, να του μαγειρεύω, να τον παίρνω από το σχολείο, να τον πηγαίνω στα αγγλικά.

Το τραπέζι
* Τη μαγειρική την ανακάλυψα μεγάλη βέβαια, ουσιαστικά όταν έγινα μαμά αλλά μ’ αρέσει να μαγειρεύω. Για μένα στο σπίτι το τραπέζι είναι ένας χώρος που λες σπουδαία πράγματα και θέλω να τρώμε μαζί όλοι ένα ωραίο φαγητό και να συζητάμε για την οικογένειά μας. Γιατί με τις υποχρεώσεις η συνεύρεση στο σπίτι είναι λίγο δύσκολη ούτως ή άλλως. Ο ένας φεύγει, πηγαίνει στα αγγλικά του, ο άλλος πηγαίνει στις πρόβες του, ο σύζυγός μου στο ιατρείο του. Είναι ωραία όταν καθόμαστε και τρώμε ένα σπιτικό φαγητό που μαγείρεψε η μαμά.

Η συνήθεια του σπιτιού
* Κάτι που κάναμε πολύ και στο σπίτι μας. Πάντα μας περίμενε η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου, δεν έτρωγαν ποτέ χωρίς εμάς. Μας περίμεναν να γυρίσουμε από το σχολείο κι εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να το τηρώ αυτό. Είναι μια ωραία συνήθεια αυτή για την οικογένεια, γιατί την κρατάει δεμένη.

Οι θεατές
* Έχω ακούσει θεατές να μιλάνε για μένα με καλά λόγια. Νομίζω ότι ένας καλλιτέχνης, όχι κολακεύεται, χαίρεται όταν αυτό για το οποίο προσπαθεί φτάνει σε έναν προορισμό.

Καλό θέατρο
* Υπάρχουν παραστάσεις που τις θυμάμαι πολύ καιρό αφότου τις έχω δει. Μια παράσταση που θαύμασα πολύ ήταν η δουλειά που έκανε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός πέρυσι στον «Ηρακλή Μαινόμενο». Ή η «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή επίσης. Υπάρχουν παραστάσεις που με έχουν σημαδέψει, όπως κάποιες παραστάσεις του Θωμά Μοσχόπουλου. Του Λευτέρη Βογιατζή τις βλέπω πάντα σχεδόν όλες. Είχα παρακολουθήσει κάποιες παραστάσεις, τις πρώτες παραστάσεις που ανέβασε το «Εμπρός», όπως τον «Σωσμένο». Ερχόμουν από τη Λάρισα για να τις δω γιατί ήμουν μαθήτρια ακόμα. Όταν ήρθα στην Αθήνα και είδα τις πρώτες παραστάσεις, το ’95 θυμάμαι, του Βογιατζή, είπα: «Να κάτι τόσο ωραίο που σε μαγεύει».

Οι νέοι στο χώρο
* Από τους πιο νέους δημιουργούς θαυμάζω την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Την Έλενα Μαυρίδου επίσης. Υπάρχουν πολλοί νέοι δημιουργοί και σκηνοθέτες. Κι αυτό είναι καλό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που δεν ξέρουν θέατρο, κι αυτό είναι οδυνηρό γιατί βλέπω νέους ανθρώπους που έρχονται και μου ζητάνε μαθήματα κατά καιρούς και στην πορεία ανακαλύπτω ότι είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός αλλά βρίσκεται περιστοιχισμένος από κάποιους που δεν έχουν ιδέα. Δηλαδή αυτό το άνοιγμα στο χώρο, στη σκηνοθεσία, σε ομάδες είναι μεν πολύ θετικό αλλά υπάρχουν και άσχετοι άνθρωποι.

Μαθήματα
* Κατά καιρούς κάνω μαθήματα ιδιαίτερα. Δεν έχω χρόνο να παραδίδω μαθήματα σε σχολή αλλά διδάσκω επαγγελματίες ηθοποιούς. Γιατί αυτό το βάρος να παίρνεις ένα παιδί για να το περάσεις στη σχολή δεν το αντέχω, δεν θα μπορούσα δηλαδή να εναποθέσει κάποιος τις ελπίδες του σε μένα για το αν θα περάσει στη σχολή. Μερικοί συνάδελφοί μου το κάνουν αυτό και πολύ καλά κάνουν. Είναι κομμάτι της δουλειάς μας.

Υπάρχουν κι άλλοι
* Το βασικό που έχω να ευχηθώ είναι να ανακάμψουν λίγο τα πράγματα στη χώρα μας γιατί αυτό, το να αυτοκτονεί κάθε μέρα κόσμος, δεν το αντέχει κανείς, η καθημερινότητά μας έχει γίνει πάρα πολύ σκληρή πια. Δεν μιλάω για μένα, γιατί εγώ είμαι μία χαρά, δουλεύω και είμαι ευτυχισμένη αλλά υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να ζήσουν. Και από την άλλη άνθρωποι που δουλεύουν συνεχώς και είναι τα ίδια πρόσωπα. Υπάρχουν κι άλλοι ηθοποιοί. Ας κοιτάξει κανείς κι αριστερά του και δεξιά του.

Τα ζώα
* Μεγάλωσα σε χωριό και φρόντιζα ζώα κάθε λογής, από κουνέλια μέχρι πρόβατα, αγελάδες, είχαμε τα πάντα στο κτήμα μας. Τα αγαπώ πολύ, είναι σύντροφοι με τον άνθρωπο κι αν τα έχει κανείς πρέπει να τα φροντίζει.

Σκυλάκι
Ο γιος μου, επειδή είναι και μοναχοπαίδι, θέλει οπωσδήποτε ένα σκυλάκι και πραγματικά δείχνει την τρυφεράδα και την αγάπη του, έχει τη διάθεση να το φροντίσει. Του υποσχέθηκα ότι όταν μεγαλώσει λίγο ακόμα και θα μπορεί να το φροντίζει μόνος του, θα το πάρουμε το σκυλάκι. Γιατί βέβαια είναι μια σχέση ζωής.
Το www.catisart.gr ευχαριστεί τον Δημήτρη Πιτσάκη για τη φωτογράφιση.

 catisart.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...